18+
Πρωτοχρονιά στον Όλυμπο

Бесплатный фрагмент - Πρωτοχρονιά στον Όλυμπο

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι

Объем: 28 бумажных стр.

Формат: epub, fb2, pdfRead, mobi

Подробнее

Πρωτοχρονιά στον Όλυμπο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η νύχτα ήταν ήρεμη πάνω στον Όλυμπο. Ούτε αστραπές, ούτε βροντές. Ήταν μια ήσυχη, καθαρή νύχτα, ίδια με αυτές που βλέπουν οι άνθρωποι όταν όλα γύρω τους κοιμούνται.

Η Αθηνά στεκόταν μπροστά στο μεγάλο παράθυρο και κοιτούσε τη Γη από ψηλά. Τα φώτα των πόλεων άναβαν ένα-ένα. Εκεί στόλιζαν δέντρα, κρεμούσαν λαμπάκια στα μπαλκόνια, και δοκίμαζαν τα πρώτα μελομακάρονα.

Όλα έμοιαζαν απλά και ζεστά. Κι αυτό της άρεσε.

Οι άνθρωποι περίμεναν τις γιορτές με χαρά. Άναβαν φωτάκια, έλεγαν ιστορίες, περίμεναν ένα «θαύμα» — κάτι μικρό που θα έκανε τη μέρα τους πιο όμορφη. Ακόμα κι αν δεν ερχόταν τίποτα, αυτοί συνέχιζαν να πιστεύουν.

Στον Όλυμπο όμως δεν περίμεναν τίποτα. Τα θαύματα τα έκαναν μόνοι τους. Και όταν τα κάνεις όλα μόνος σου για πολλά χρόνια… τότε τα θαύματα χάνουν τη λάμψη τους.

Η Αθηνά άγγιξε το κρύο τζάμι με την παλάμη της. «Θα ήθελα να γίνει κάτι που δεν το περιμένουμε», ψιθύρισε.

Κανείς δεν την άκουσε. Ίσως μόνο η νύχτα.

Και κάπου πολύ μακριά, μέσα στα βουνά της Κρήτης, στη σπηλιά όπου κάποτε έκρυβαν τον μικρό Δία, άναψε ένα μικρό, τρεμάμενο φως. Ήταν τόσο αδύναμο που δύσκολα φαινόταν. Παρ όλα αυτά, για ένα δευτερόλεπτο έλαμψε σαν να ήθελε να απαντήσει στην επιθυμία της.

Κανείς στον Όλυμπο δεν ήξερε τότε τι σήμαινε αυτό το μικρό φως και τι θα ξεκινούσε από μια απλή επιθυμία…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Πρωινό νέκταρ

Η σιωπή του πρωινού απλώνεται στο σαλόνι της Θεάς Αθηνάς — ένα δωμάτιο λιτό, σχεδόν άδειο, όπως το ήθελε πάντα ο πατέρας της ο Δίας.

«Αθηνά,» έλεγε, «εσύ δεν χρειάζεσαι πολλά πράγματα. Όλα αυτά τα μαξιλάρια, τα λουλούδια, τα χρώματα, οι μυρωδιές είναι για άλλους. Εσύ χρειάζεσαι άδειο χώρο και καθαρή σκέψη.»

Για αυτό στο σαλόνι της Αθηνάς υπάρχει μόνο ένα μεγάλο χρυσό τραπέζι, μερικές καρέκλες και το τεράστιο παράθυρο που βλέπει όλο τον κόσμο από κάτω: βουνά, θάλασσες, σύννεφα που ταξιδεύουν. Κι εκεί μακριά — σαν μια μικρή κουκκίδα — η Κρήτη.

Και όμως… αν για μια φορά ο πατέρας έμπαινε στο «άλλο» δωμάτιο, θα πάθαινε σοκ. Η κρεβατοκάμαρα της Θεάς Αθηνάς ήταν γεμάτη με τα απαγορευμένα πράγματα. Είχε μαζέψει ό, τι εύρισκε σε ροζ χρώμα: μαξιλαράκια, κουρτινάκια, κουτάκια.

Ευτυχώς, δεν το γνώριζε κανείς. Όπως δεν γνωρίζει κανείς για το μικρό τάμπλετ που εκείνη εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τελευταία. Η Αθηνά φοβάται πολύ. Αν κάποιος ανακαλύψει το μυστικό της, τότε σίγουρα θα το μάθει και ο Δίας. Και τότε εκείνη θα τιμωρηθεί αυστηρά.

Οι Θεοί, τα αδέρφια της, αρχίζουν να έρχονται.

Ο Απόλλωνας κάθεται πρώτος, με μια κίνηση από αυτές τις τέλειες, τις υπερβολικά ήρεμες, που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι μπορεί να έχει κάνει πρόβα ακόμη και για το πώς θα καθίσει.

«Ο ήλιος σήμερα ανέβηκε λίγο στραβά», είπε, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Ο Ερμής μπαίνει βιαστικά, σαν τον περιμένουν όλες οι δουλειές του κόσμου.

«Έχετε ακούσει τα νέα;»

«Όχι!», απαντούν όλοι μηχανικά, πριν καν εκείνος μιλήσει.

«Α, τίποτα; Ο πατέρας αποφάσισε ότι δεν μπορώ πια να κάνω σεμινάρια πωλήσεων στους ήρωες. Λέει ότι „χαλάει την παράδοση“. Αν είναι δυνατόν!»

Ο Απόλλωνας τον κοιτάζει.

«Γιατί δεν του είπες ότι τα σεμινάρια σου θα είναι παραδοσιακά;»

Ο Ερμής το σκέφτεται σοβαρά.

«Ξέρεις… δεν είναι κακή ιδέα για την επόμενη φορά.»

Η Αθηνά κάθεται σιωπηλή, αλλά τα μάτια της παρακολουθούν τα πάντα.

«Μου αρέσει που έρχονται εδώ»…σκέφτεται, «νιώθουν ασφαλείς. Νομίζουν ότι εγώ ξέρω τις απαντήσεις… Εγώ όμως ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτα»…

Ο Απόλλωνας τεντώνεται, ρίχνει το κεφάλι του πίσω και τσουπ — με ένα απαλό κλικ των δαχτύλων του — ανάβει ένα μικρό αστέρι πάνω από το τραπέζι.

Πριν προλάβει κανείς να σχολιάσει, η πόρτα ανοίγει με θόρυβο. Ο Διόνυσος… Με ένα φλιτζάνι στο χέρι, μικρό και γεμάτο άρωμα.

«Καλημέρα, σοφοί μου!» «Διόνυσε… αυτό… είναι ΚΑΦΕΣ;» ρωτάει η Αφροδίτη σοκαρισμένη. «Μάλιστα, ελληνικός, διπλός. Μην αρχίζετε. Ο πατέρας δεν ξυπνάει τόσο νωρίς.»

Ο Απόλλωνας παγώνει.

«Αθηνά!!!… θα το μυρίσει παντού!»

«Θα το μυρίσει, ναι… αλλά είναι τόσο ωραίο άρωμα… λίγη χαρά το πρωί».

Η Αφροδίτη κάνει μια γκριμάτσα.

«Και γιατί ακριβώς πίνεις καφέ και όχι νέκταρ;»

Ο Διόνυσος σηκώνει τους ώμους.

«Επειδή… ο καφές με ξυπνάει. Το νέκταρ… απλώς με κάνει θεό. Κι αυτό το ξέρουν όλοι, και οι Θεοί και οι θνητοί.!»

Οι υπόλοιποι γελάνε.

«Ξέρετε…», λέει αργά η Αφροδίτη, «oι θνητοί ετοιμάζονται πάλι για γιορτές.»

Σιωπή…

«Ναι…» απαντάει ο Απόλλωνας, «Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, δώρα, μουσική, θαύματα…»

«Ναι και… τα θαύματα τους δεν τα κάνουν μόνοι τους…» ψιθυρίζει η Αθηνά χαμηλόφωνα. «Τα περιμένουν. Και όταν έρχονται… χαίρονται. Κι εμείς; Όλα τα θαύματα τα κάνουμε μόνοι μας. Γι» αυτό και δεν μας εκπλήσσει τίποτα πια.»

Ο Διόνυσος αναστενάζει, αργά.

«Ζηλεύω λίγο, δεν θα πω ψέματα.»

«Κι εγώ», λέει η Αφροδίτη, «τους βλέπω να τραγουδάνε στους δρόμους. Να γελάνε. Να ανάβουν φωτάκια παντού. Εμείς, γιατί όχι;»

Ο Ερμής πετάγεται:

«Γιατί έχουμε τον πατέρα.»

Όλοι αναστενάζουν.

«Ναι…», λέει ο Απόλλωνας, «τον πατέρα.»

Η Αθηνά ακουμπάει τα χέρια στο τραπέζι.

«Τότε ίσως… πρέπει να κάνουμε κάτι μόνοι μας;»

Τα βλέμματα γυρίζουν πάνω της.

«Τι εννοείς;»

«Αυτό ακριβώς που νομίζετε. Μία γιορτή. Ένα θαύμα. Μία αλλαγή. Κάτι που ούτε ο ίδιος ο Δίας δεν θα μπορεί να σταματήσει όταν αρχίσει… Μήπως…», λέει αργά, «να κάνουμε Πρωτοχρονιά στον Όλυμπο;»

Κανείς δεν μιλάει.

Κανείς δεν γελάει. Όλοι σκέφτονται το ίδιο πράγμα:

Τρελό! Επικίνδυνο! Αδύνατο! Υπέροχο!!!

Ο Διόνυσος πίνει μια γουλιά καφέ και χαμογελάει.

«Εγώ μέσα.»

Και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβει κανείς ξεκινάει η πρώτη συνωμοσία εναντίον του Δία, που έχει καλό σκοπό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η Ιδέα των Γιορτών και η Παρέμβαση της Αφροδίτης

Η ατμόσφαιρα στο σαλόνι της Αθηνάς παραμένει ηλεκτρισμένη. Όλοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, σαν να άκουσαν κάτι τόσο απαγορευμένο που ακόμα και τα σύννεφα έξω από το παράθυρο κρατούν την ανάσα τους.

«Αθηνά… το εννοείς;» Η φωνή του Απόλλωνα είναι πιο ήρεμη από όσα νιώθει στην πραγματικότητα.

Η Αθηνά κλείνει τα μάτια και παίρνει μια βαθιά ανάσα.

Αν το εννοώ… μα τι με ρωτάει… Φυσικά και το εννοώ; Το εννοώ περισσότερο απ» ό, τι μπορώ να το εκφράσω. Κάθε φορά που οι θνητοί ανάβουν φώτα, γεμίζει και εμένα η καρδιά μου λίγο φως. Αλλά εδώ… εδώ δεν αλλάζει τίποτα. Ποτέ…

«Ναι!!! Το εννοώ!» φωνάζει.

Ο Ερμής τρίβει το πιγούνι του, σαν να σχεδιάζει ήδη την ομιλία του με θέμα «Πρωτοχρονιά στον Όλυμπο — εύκολα και γρήγορα».

«Καλά… μιλάμε για τον πατέρα. Ξέρετε τι θα κάνει αν δει φωτάκια και μουσικές εδώ πάνω;»

«Ναι, θα θυμώσει. Αλλά θα μας αφήσει ποτέ να κάνουμε κάτι καινούργιο αν δεν το προσπαθήσουμε;»

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα ανοίγει ξανά, αργά αυτή τη φορά, σαν να μπαίνει άνεμος. Αλλά δεν είναι άνεμος. Είναι η Αφροδίτη, πιο όμορφη από ποτέ. Πιο λαμπερή. Και πολύ ταραγμένη.

«Αθηνά… πρέπει να σου μιλήσω.»

Όλοι γυρίζουν.

«Ο πατέρας…» αρχίζει εκείνη, αλλά σταματάει. Χαμηλώνει τη φωνή της… «Με είδε χθες να δοκιμάζω ένα κραγιόν.»

Ο Ερμής πετάγεται.

«Ποιο από όλα; Γιατί σου έφερα έξι!»

Η Αφροδίτη τον αγριοκοιτάζει.

«Το ροζ με τη χρυσή λάμψη, αυτό που είπες ότι φοριέται πολύ κάτω στη Γη.»

Η Αφροδίτη συνεχίζει:

«Και ξέρετε τι είπε ο πατέρας; „Η θεά της ομορφιάς, δεν χρειάζεται τεχνητές παρεμβάσεις“!!!» και χτυπάει με το πόδι της το πάτωμα. Ένας μικρός σεισμός ταρακουνάει το σαλόνι.

18+

Книга предназначена
для читателей старше 18 лет

Бесплатный фрагмент закончился.

Купите книгу, чтобы продолжить чтение.