16+
Βούδας

Объем: 32 бумажных стр.

Формат: epub, fb2, pdfRead, mobi

Подробнее
О книгеотзывыОглавлениеУ этой книги нет оглавленияЧитать фрагмент

Ο καπετάνιος Μασούντ Ιμπραχιμζαδέ κοίταξε στο αντίγραφο του Τατζ Μαχάλ που ήταν κρεμασμένο απ’το τοίχο του γραφίου του. Οι οχθές του ποταμού Γιούμα. Το μαργαριτάρι της Ινδίας, ευδομήντα τεσσάρων μετρητό θάυμα, το μνημείο Τατζ Μαχάλ. Τέσσερις μικροί τροίλοι και ένας μεγάλος τρούλος από ίδιο λευκό μάρμαρο φενόταν πιο λευκό κάτω από γαλάζιο ουρανό. Εκατομμύρια άνθρωποι απ» όλο τον κόσμο συρρεούν για να την ξαναζήσουν, θαυμάζοντας το μοναδικό αυτό μνημείο. Η Ινδία είναι διαφορετική χώρα, ένα γεγονός που είναι ορατά προεξέχον στους ανθρώπους, τον πολιτισμό και το κλίμα του. Από τα αιώνια χιόνια των Ιμαλαίων στην καλλιεργημένη χερσόνησο των πιο νότια, από τις ερήμους της δύσης στα υγρά δέλτα της ανατολής, από την ξηρά θερμότητα και το κρύο του κεντρικού οροπέδιου στους δροσερούς δασικούς λόφους, οι ινδικοί τρόποι ζωής δοξάζουν σαφώς τη γεωγραφία του. Η οδηγός διηγόταν με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο, την σύντομη ιστορία του Τατζ Μαχάλ στους μαζεμένους τουρίστες γύρω στο μνημείο. Αυτό το περήφανο μαρμάρινο οικοδόμημα δεν είναι μόνο θάυμα της τέχνης, είναι μια διαχρονική ιστορία αγάπης που συγκλονίζει τις καρδιές. Ο αυτοκράτορας Σαχ Γιαχάν ΑI τον 17αιώνα παντρεύεται με πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου, που μόλις έκλεισε τα δεκαεννιά της. {{Ό}} πως οι άλλοι βασιλλιές τις ανατολικές χώρες και ο Σαχ Γιαχάν είχε πολλά χαρέμια. {{Ό}} μως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί με την όμορφη Μουμτάζ Μαχάλ, τη λάτρευε, που δεν μπορούσε να σκεφτεί για καμιά άλλη μια γυναίκα. Σε εκείνο το καιρό ο φιλόσοφος και περιηγητής, ο Φρανσουά Μπερνέ που είχε ζήσει δώδεκα χρόνια στην Ινδία, έγραφε στις αναμνήσεις του: Μουμτάζ Μαχάλ ήταν η καρδιά του βασιλλιά. Ο Σαχ Γιαχάν είχε εμπιστοσύνη μόνο στην γυναίκα του. Η βασίλλισσα τον ακολουθούσε παντού, ακόμα και στις στρατιωτικές εκστρατείας. Έζησαν μαζί δέκα εφτά ευτιχισμένα χρόνια. Απόκτησαν δεκατέσσερα παιδιά, οκτώ γιους και έξι κόρες. Κάτα τη διάρκεια μιας εκστρατείας στο Μπουρχανπούρ της Κέντρικής Ινδίας, η όμορφη Μουμτάζ Μαχάλ πέθανε λίγα λεπτά αφότου έφερε στην ζωή το 14παιδί τους

Σαχ Γιαχάν είχε τρελαθεί πλέον από τη θλίψη, η σημασία της ζωής του είχε χαθεί, τα αστέρια είχανε σβήσει από τον ουρανό του. Είχανε ασπρίσει τα μαλλιά και τα γένια του από τη λύπη. Κήρυξε πένθος δυο χρόνια σε όλη τη χώρα.

Είχε περάσει έξι μήνες από το θάνατό της Μουμτάζ Μαχάλ. Ο βασιλλιάς αποφασείζει να φέρει το τάφος της γυναίκας του από το Μουρχανπούρ στην Άγκρα. Σε αυτό το περίοδο στην Ινδία ήταν μογγολοκρατεία και η πρωτεύουσα της αυτοκρατορείας ήταν η Άγκρα.

Έτσι, άρχισαν οι εργασίες για την κατασκευή του μαυσωλείου που ολοκληρώθηκε σε 22 χρόνια, ενώ υπήρχαν και δύο χιλιάδες φρουροί που το φρουρούσαν. Ισα Χαν κατάφερε τον βασιλλιά να ξεφύγει από τις σκέψεις του. Τίποτα δεν έχει γίνει στην τύχη. Τατζ Μαχάλ — έγινε μνημείο αγάπης και ένα αριστούργημα τέχνης, με εικόνες από το Κοράνι, στολισμένο με ημιπολύτιμες πέτρες, μοναδικά διαφανή μάρμαρα δουλεμένα με πολίτιμους λίθους, με δεκάδες κήπους και εισόδους, υποβάλλει τον επισκέπτη συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο την ινδική αρχιτεκτονική.

Ο Σαχ Γιαχάν σκόπευε να χτίσει άλλο ένα μνημείο από μαύρο μάρμαρο, στην αντίπερα όχθη του ποταμού, για να το αφιερώσει στον ίδιο του τον εαυτό…

Αλλά, αυτή η επιθυμία του έμεινε σαν όνειρο. Πριν ξεκινήσει, όμως, για το δεύτερο εγχείρημά του, το 1658 ο γιος του κατέλαβε την εξουσία και τον φυλάκισε. Ο αυτοκράτορας πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο οχυρό της πόλης Άγκρα, κοιτώντας το Τατζ Μαχάλ και περιμένοντας τη στιγμή που θα ξανασυναντούσε τη πολυαγαπημένη τον σύζυγο. Μετά το θάνατό του, το 1666, ετάφη δίπλα της.

***

Χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αλλή άκτη του σύρματος ήταν ο προϊστάμενος Εγκληματολογικών Ερευνών:

— Πού είσαι Βούδα!!! — τον ρώτησε.

— Δεν είμαι ο Βούδας.

— Ε, ποιός είσαι τότε;

— «Είμαι ένα βουνό ανάμεσα στους δύο κόσμους…»

— Μήπως οι σκέψεις σου πάλι τριγυρνάνε στην Ινδία; Πού εχείς χαθεί;

Τα πικρά λόγια του προϊστάμενου τον πλήγωσε, όμως σκέφτηκε για λίγο.

Θυμήθηκε ότι, έχει μείνει λίγο καιρό, έτσι κι αλλιώς θα βγει στη σύνταξη. Δεν κάνει να λογομαχεί μαζί του.

— Κύριε προϊστάμενε, είμαι στο γραφείο μου. Κι εσείς πήρατε τηλέφωνο το γραφείο μου τώρα.

— Κάνε γρήγορα, σε περιμένω. Δεν έχω όρεξη για περιττά λόγια.

Το γραφείο του προϊστάμενου ήταν πολύ κόντα στο δικό του.

Μέσα στο γραφείο εκτός από τον ίδιο, ήταν ένας άλλος νεαρός επιθεωρητής

και ο υπάλληλος ο Σαφάροβ. Πήγε μπρόστα και στάθηκε δίπλα στο Σαφάροβ. Η φωνή του προϊστάμενου ακουγόταν από πιο ψηλά:

— Θα πάτε για έρευνα μαζί με τον κύριο επιθεωρητή, στο σπίτι της μιας γυναίκας, της Χαντίτζα. Βοηθήστε στον επιθεωρητή. Να προσέχετε όμως σε αυτή τη γυναίκα, να μην κάνει κάτι σαχλαμάρα. Δεν εχεί γεννηθεί ακόμα τέτια επικίνδυνη γυναίκα.

Είχε ακούσει πολλά για αυτή τη φοβερή γυναίκα. Ήταν πιο γνωστή

ανατεώνισσα γυναίκα της πόλης, που είχε κάνει τρεις φορές φυλακή. Κάθε φορά που άκουγε για τη Χαντίτζα, ανατριχίαζε. Αν εκείνος ως ένας αστυνομικός ήθελε να πάρει δάνειο, δεν θα του έδινε κανείς ούτε ένα φράγκο με διάφορα προσχήματα. Γι’αυτο, ποτέ στη ζωή του ακόμα και όταν είχε ανάγκη πολύ για λεφτά, δεν ζήτησε τίποτε από κανέναν. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι την πιστέψαν με αγνότητα και έδωσαν αρκετά λεφτά. Μερικοί για τη δουλειά, οι άλλοι για το κτήμα ή για το σπίτι, με ανάλογες ελπίδες. {{Ό}} μως σε λίγο αντιλήφθηκαν ότι η Χαντίτζα τους απατούσε.

Δεν έβαλαν χειροπέδες στα χέρια της. Επειδή, ήταν μια γυναίκα. Το σπίτι της ήταν μια μονοκατοικία στη διατομή των οδών Ινγκιλάμπ και Χαν Σουσίνσκι με μικρό περιβολάκι. Ο επιθεωρητής του τμήματος ήταν ένας νεαρός στα είκοσι δύο ή είκοσι τρία του. Εκείνος πέρασε από πίσω πλευρά του τραπεζιού, άνοιξε το δερμάντινο χαρτοφύλακα του και πήρε χαρτί με στυλό. Είχανε καλέσει άλλα δύο άτομα από τους γείτονες για να καταθέτουν.

Ο επιθεωρητής εξήγησε τα καθήκοντα και τα δικαίωματα των μαρτύρων. Ύστερα απ» αυτό ζήτησε από τη Χαντίτζα να παραδώσει εθελοντικά τα λεφτά, χρυσαφικά, και τα κοσμήματα που έχει κρύψει στο σπίτι της. Μα η Χαντίτζα δήλωσε ότι δεν έχει στο σπίτι της απ’αυτά που της είπανε, κι έτσι άρχισε η έρευνα.

Ο νεαρός επιθεωρητής ήταν απασχολημένος με το πρωτόκολλο, ενώ την έρευνα την έκαναν ο Ιμπραχιμζαδέ και ο Σαφάροβ. Η έρευνα ξεκίνησε στο σαλόνι, και ο Μασούντ πέρασε στο υπνοδωμάτιο…

Έψαξε το δωμάτιο πολύ προσεκτικά, και μετά σε κάθε περίπτωση έρειξε μια ματιά πίσω στη ντουλάπα. Σαν να του έλεγε η φώνη της καρδιάς του ότι, κάτι έχει εδώ πίσω. Τράβηξε τη ντουλάπα πιο μπροστά με όλη του δύναμη. Περασε πίσω στη ντουλάπα με το ζόρι και την έσπρωξε λίγο. Ξαφνικά είδε μια τρύπα μέσα στο τοίχο. Ήταν ένα γεμάτο λευκό μαξιλαροθήκη. Το άνοιξε γρήγορα και βρήκε αυτό που ήθελε — ακαταμέτρητα δολάρια.

Την ώρα που ήθελε να το πάρει στο χέρι, μπήκε μέσα η Χαντίτζα. {{Ό}} ταν είδε το μαξιλαροθήκη στο χέρι του, χλώμιασε το πρόσωπό της αμέσως:

— {{Ό}} ταν ήρθατε εδώ οι όλοι σας, τότε κατάλαβα ότι, μόνο εσύ θα μπορέσεις να βρείς κάτι από εδώ. Υπάρχουν πεντακόσια χιλιάδες δολάρια εκεί μέσα. Κουνήσου, κρύψε τα. Μην αφήσεις να σημειώσουν τα λεφτά στο προτόκολλο. {{Ό}}, τι έχω εγώ, είναι αυτά τα λεφτά. Πάρ’τα. Κοίτα, εκεί υπάρχει ένα μικρό παράθυρο που ανοίγεται πίσω στο σπίτι. Αν θα τα ρίξεις έξω, κανείς δεν θα καταλάβει τίποτε. Μετά το απόγευμα έλα και πάρε τα λεφτά. {{Ό}} λα δικά σου. Πάρ’τα αυτά, και να τα, τα κλειδιά της πίσω πόρτας. Δεν θα έχεις τέτια ευκαιρία ποτέ ξανά.

Ο Μασούντ την κοίταξε με μισό μάτι:

— Αφού δεν είναι χαλάλι σου. Πώς μπορείς να τα αποκτήσεις;

— Βάλε μυαλό! Αυτές οι ευκαιρίες τυχαίνουν μόνο μια φορά στη ζωή.

Ο Μασούντ φώναξε τον Σαφάροβ. {{Ό}} ταν ο Σαφάροβ είδε τον Μασούντ με

λεφτά στο χέρι, απότομα κοίταξε στη Χαντίτζα. Χαντίτζα, — αυτός ο φίλος σου είναι τρελός. Αυτά τα λεφτά είναι εκείνα τα λεφτά που σου έλεγα στο κρατητήριο. Κοίτα τη συμπεριφόρα του τώρα. Μήπως δεν έχει χαμπάρη απ» αυτά; — κοίταξε στο Σαφάροβ.

— Δεν χριαζόμουν κανέναν, είχα μιλήσει με τον προϊστάμενο. Κι μου είχε πει ότι μην ανησυχείς, την έρευνα θα κάνουμε εμείς οι δύο.

Μετά μουρμούρισε ο Σαφάροβ:

— Από πού να τον ξέρουμε, λέγαμε μάλλον ένας μάπας είναι. Δεν είχαμε υπολογίσει πως μπορεί να μπεί εδώ και να βρίσκει τα βασικά.

Η Χαντίτζα έριξε μια ματιά πάλι στο Σαφάροβ με θυμό. Και ο Σαφάροβ κοίταξε στο μέρος του Μασούντ με δισταγμό. {{Ό}} μως αρνήθηκε αποστρέφοντας με το βλέμμα του στη πρόταση του.

Ο Σαφάροβ:

— Ο προϊστάμενος δεν θα σου αφήσει ήσυχο.

Ο Μασούντ είχε μείνει άφωνος.

— Μήπως να αλλάζεις την γνώμη; Βιάσου, δεν έχουμε χρόνο. {{Ό}} που να «ναι θα «ρθει ο προϊστάμενος. Και οι μάρτηροι σε άλλο δωμάτιο είναι. Αποφάσισε τελικά.

Ο Μασούντ περπάτησε προς τη πόρτα. Δεν θα αλλάξει τίποτε, είναι ανόητος — είπε ο Σαφάροβ.

Η Χαντίτζα βημάτισε λίγο μπροστά — εντάξει, πάρε, όλα δικά σου, δεν θέλω ούτε εκατό χιλιάδες. Κρίμα είναι. Μην παραδώσεις τα λεφτά, — είπε.

Ο Μασούντ πέρασε στη κουζίνα, όπου ο επιθεωρητής έγραφε προτόκολλο. Ταυτόχρονα ακούγοταν οι φωνές της Χαντίτζα και του Σαφάροβ από πίσω του: — Βλάκας…

***

Ο Μασούντ χαμογελούσε. Δεν ήταν πλάκα, ήταν μια αλήθεια, είχε καταφέρει να επιστρέφει τα λεφτά των αναμαρτήρων ανθρώπων.

Ο καπετάνιος Ιμπραχιμζαδέ όταν είχε διάθεση έλεγε δυο — τρεις στίχοι από τα ποιήματα του Ραμπιντρανάντ Ταγόρ με πολύ πάθος. Ακόμα και στα ρωσικά. Μα του είχε όρεξη πολύ σπάνιο.

Ο ένας είναι ένας, τίποτα παραπάνω,

{{Ό}} μως δημιουργεί την βάση του ενός.

Σήμερα απόγευμα, μετά τη δουλειά δεν ήξερε πού να πάει. Ύστερα από το διαζύγιο, ποθούσε πολύ την κόρη του, γι’αυτό όλα του φενότανε ένα μεγάλο κενό σε αυτή τη ζωή. Στο καφενείο δίπλα στον κινηματογράφο «Νιζαμί», είχανε βγάλει όλες τις καρέκλες έξω. Οι άνθρωποι που είχανε γεμίσει γύρω κάτω από τα πράσινα δέντρα, σαν να ήτανε οι άνθρωποι του άλλου πλανήτη. Λες και δεν ζούσε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους που έπεζαν ταβλί, έπιναν τους καφέδες τους σιγανά.

Δεν βρήκε άδεια θέση. Μπήκε σε ένα κοντινό βιβλιοπωλείο. Ήταν καιρό να κάνει μια επίσκεψη στα βιβλιοπωλεία. Είχε ξεχάσει πλέον ποιο βιβλίο είχε διαβάσει τη τελευταία φορά. Τα βιβλιοπωλεία πάντα τραβούσε τον ενδιαφέρον του, ακόμα και από τα χρόνια που σπούδαζε στη Μόσχα. Ένιωσε για μια στιγμή πάλι σαν νέος και δυνατός, όπως ήταν στα φοιτητικά του χρόνια. Κατά βάθος ήταν ακόμα ένας «φοιτητής». Στα τζέπια του ήτανε πάντα γροσιά, το μυαλό του ήταν γεμάτο με διάφορα όνειρα. Οι άνθρωποι σαν και αυτός λέγεται «αιώνιο φοιτητής».

Ο βιβλιοπώλης τον κοίταζε προσεκτικά, δήθεν τον ακολουθούσε. Άραγε ποιο βιβλίο να διαλέξει; Είδε ένα βιβλίο για τη ποίηση — Θέε μου! Μα αυτός είναι ινδικός ποιητής — Ashok Vajpeyi. Στο πίσω μέρος του βιβλίου ήταν γραμμένα τα εξής:

«Ashok Vajpeyi γεννήθηκε το 1941. „Έχει διοριστεί ως πρόεδρος του Ακαδημίας Lalit Kala με άμεση ισχύ“ Ashok Vajpeyi ινδός ποιητής — κριτικός, επιμελητής και φιλότεχνη. Έχει γράψει δεκατρία βιβλία ποίσης και οκτώ από την κριτική. Τα ποίηματα του έχουνε μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες».

Οι σκέψεις του πάλι ταξίδευαν στην Ινδία. Το παλάτι Τατζ — Μαχάλ… και η πρώτη αγάπη του…

Τον έπιασε βαρεμάρα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Επιτέλους είδε μια άδεια καρέκλα στο καφενείο. Αγόρασε το βιβλίο του Ashok Vajpeyi και βγήκε απ’εκεί.

— Ελάτε συχνά, — είπε ο βιβλιοπώλης.

Бесплатный фрагмент закончился.

Купите книгу, чтобы продолжить чтение.